Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απομύζηση η [apomízisi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απομυζώ: Tα παράσιτα τρέφονται με την ~ θρεπτικών ουσιών από ζώα ή από φυτά. 2. (μτφ.) απόσπαση συνήθ. χρηματικών ποσών, συνεχώς και μεθοδευμένα, με επιλήψιμο τρόπο: Kαταγγέλθηκε στη βουλή η ~ του δημόσιου χρήματος από διάφορους επιτήδειους.
[λόγ. απομυζη- (απομυζώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απομύζηση [apomízisi] η, (L)
- ① sucking up of (all) the juices of sth:
- ~ του πορτοκαλιού
- ② fig getting much money out of s.o., exploitation, bleeding (syn άρμεγμα, αφαίμαξη, βύζαγμα):
- είναι συνεννοημένος με τον αμαξά και τους άλλους, για να γίνει η ~ όσο βαθύτερα θα του επιτρέψει η ανοχή μας (Panagiotop)
[fr kath (neol Koumanoudis) απομύζησις]
- ① sucking up of (all) the juices of sth:



