Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απομόλυνση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απομόλυνση [apomólinsi] η, (L)
  • disinfection, decontamination (syn απολύμανση):
    • έστειλαν έναν ειδικό στην ~
  • ⓐ specif nuclear engineer. removal of unwanted fission by-products fr nuclear fuel before it can be reused, decontamination, reprocessing

[fr kath (neol Koumanoudis) απομόλυνσις; cf Fr désinfection]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες