Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απομονωτικό [apomonotikó] το, (L)
- material used for insulation (syn μονωτικό):
- σιδερικά, εργοστάσια είναι σχεδιασμένα πάνω σε απομονωτικά, σε φελιζόλ (Palaiologos, adapted) |
- το μεγάλο ψάθινο καπέλο, ριχμένο στο πρόσωπο, γίνεται το ~ της (id.)
[fr kath απομονωτικόν, substantiv. n of απομονωτικός]
- material used for insulation (syn μονωτικό):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απομονωτικός -ή -ό [apomonotikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με την απομόνωση, που την προκαλεί: H κυβέρνηση ακολουθεί απομονωτική πολιτική. 2. (γλωσσ.) απομονωτικές γλώσσες, οι γλώσσες που χαρακτηρίζονται από την παράθεση απλών αμετάβλητων στοιχείων, των οποίων η σειρά στο λόγο παίζει το μεγαλύτερο ρόλο στην απόδοση του νοήματος: H κινεζική ανήκει στις απομονωτικές γλώσσες.
απομονωτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. απομονω- (δες απομονώνω) -τικός μτφρδ. αγγλ. isolationist]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απομονωτικός, -ή, -ό [apomonotikós] (L)
- ① causing isolation or seclusion, isolating:
- απομονωτική σιγή |
- η παραστατική φαντασία ενεργεί σαν μια απομονωτική λειτουργία (Mourelos)
- ② advocating or supporting isolationism, isolationist:
- απομονωτικοί καλλιτέχνες |
- η χώρα αυτή ακολουθεί απομονωτική πολιτική
- ③ used for or providing insulation, insulating (syn μονωτικός):
- απομονωτική ζώνη |
- απομονωτικό διάφραγμα, στρώμα |
- λαστιχένιες απομονωτικές μπότες |
- η απομονωτική αξία των φυκιών είναι σημαντικότατη ιδιότητα |
- εμπόδια στην απομάκρυνση των τοξικών απορριμμάτων είναι διάφορες απομονωτικές ουσίες (Katsigra)
[fr kath (neol Koumanoudis) απομονωτικός]
- ① causing isolation or seclusion, isolating:



