Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απομονωτήριο το [apomonotírio] Ο42 : ειδικός χώρος για την απομόνωση καταδίκων, ασθενών κτλ.: Tους είχαν μια βδομάδα στο ~. || ο χώρος όπου απομονώνεται κάποιος εκούσια: Aποσύρθηκε και ζει στο απομονωτήριό του.
[λόγ. απομονω- (δες απομονώνω) -τήριον μτφρδ. γαλλ. lieu d΄isolement]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απομονωτήριο [apomonotírio] το, (L)
- place used for solitary confinement or isolation, isolation ward:
- ~ της φυλακής |
- στο ~ του ασύλου που βρίσκεται, η νύχτα και η μέρα τού είναι αδιάφορες (Karyotakis)
[fr kath (neol Koumanoudis) απομονωτήριον, der of απομονώ]
- place used for solitary confinement or isolation, isolation ward: