Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απομιμούμαι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απομιμούμαι [apomimúme] Ρ10.9β : μιμούμαι κτ. πιστά, με απόλυτη ακρίβεια. 1. αντιγράφω ακριβώς ένα πρωτότυπο, κατασκευάζω ένα ακριβές ομοίωμα. 2. παραποιώ κτ. με σκοπό την εξαπάτηση, πλαστογραφώ, παραχαράζω.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀπομιμοῦμαι· 2: σημδ. γαλλ. imiter]

[Λεξικό Γεωργακά]
απομιμούμαι [apomimúme] απομιμείται, aor απομιμήθηκα, (L)
  • imitate, copy (syn αντιγράφω 4, μιμούμαι):
    • απομιμείται τη βυζαντινή αγιογραφία, το δημοτικό τραγούδι |
    • απομιμούνται τις περίτεχνες κινήσεις και στάσεις της φιλάρεσκης γυναίκας (Panagiotop) |
    • μήπως ο Όμηρος απομιμήθηκε εδώ μια σκηνή από ένα πιο παλιό έπος; (Kakridis)

[fr kath απομιμούμαι ← K, AG ἀπομιμοῦμαι (-έομαι)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go