Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απομεσήμερα [apomesímera] επίρρ. χρον. : κατά τη διάρκεια του απομεσήμερου.
[απομεσήμερ(ο) επίρρ. -α]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απομεσήμερα [apomesímera] adv
- in the afternoon (syn phr το απόγευμα):
- ήρθε ~ να μας πει τα χρόνια πολλά (Panagiotop) |
- ~ χτύπησε το καμπανάκι της εκκλησιάς (Plaskovitis) |
- η βροχή με είχε κλείσει ~ νωρίς στο δωμάτιό μου (AGiannop)
[cpd w. μεσημέρι]
- in the afternoon (syn phr το απόγευμα):



