Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απομαγνητίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απομαγνητίζω [apomaγnitízo] -ομαι Ρ2.1 : αφαιρώ από ένα υλικό ή αντικείμενο τη μαγνητική του ιδιότητα. ANT μαγνητίζω. || (παθ.) για υλικό ή αντικείμενο που χάνει τη μαγνητική του ιδιότητα.

[λόγ. απο- μαγνητίζω μτφρδ. γαλλ. démagnétiser]

[Λεξικό Γεωργακά]
απομαγνητίζω [apomaγnitízo] (L)
  • demagnetize (ant μαγνητίζω)

[fr kath (neol Koumanoudis) απομαγνητίζω, cpd w. μαγνητίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go