Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απομαγνήτιση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απομαγνήτιση η [apomaγnítisi] Ο33 : η διαδικασία αφαίρεσης από ένα υλικό ή αντικείμενο της μαγνητικής του ιδιότητας ή η απώλειά της. ANT μαγνήτιση.

[λόγ. απομαγνητι- (απομαγνητίζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. déma gnétisation]

[Λεξικό Γεωργακά]
απομαγνήτιση [apomaγnítisi] η, (L)
  • demagnetization (syn απομαγνητισμός, ant μαγνήτιση):
    • ~ νάρκης mine degaussing

[fr kath (neol) απομαγνήτισις, der of απομαγνητίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες