Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απομίμημα [apomímima] το, (L)
- copy, imitation (syn απομίμηση 2, near-syn αντίγραφο 3):
- κακότεχνα απομιμήματα της αρχαίας γλώσσας (Kakridis) |
- τα έργα τέχνης είναι ανακριβή απομιμήματα χωρίς οντολογική αλήθεια (Georgoulis)
[fr kath απομίμημα ← K, AG]
- copy, imitation (syn απομίμηση 2, near-syn αντίγραφο 3):



