Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απομίμημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απομίμημα [apomímima] το, (L)
  • copy, imitation (syn απομίμηση 2, near-syn αντίγραφο 3):
    • κακότεχνα απομιμήματα της αρχαίας γλώσσας (Kakridis) |
    • τα έργα τέχνης είναι ανακριβή απομιμήματα χωρίς οντολογική αλήθεια (Georgoulis)

[fr kath απομίμημα ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες