Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απομέσα, επίρρ.· απουμέσα· ’πομές· ’πουμές· ’πουμέσα.
-
- 1)
- α) (Προκ. για κίνηση) (από) μέσα (προς τα έξω):
- τότε ο Mιχάλ εκίνησεν ’πουμέσα ’κ την Bλαχίαν (Παλαμήδ., Bοηβ. 140)·
- β) (από έξω προς τα) μέσα:
- (Pοδολ. A´ 268)·
- έκφρ. προς απομέσα = μέσα, στο εσωτερικό:
- (Πεντ. Λευιτ. XVI 15)·
- γ) διαμέσου, μέσα (από κ.):
- (Mαχ. 49624).
- α) (Προκ. για κίνηση) (από) μέσα (προς τα έξω):
- 2)
- α) (Προκ. για στάση) μέσα:
- στέκε συ απομέσα (Eρωτόκρ. Γ´ 1321)·
- β) εσωτερικά:
- απόξω εφόρει τα βασιλικά και απομέσα εφόριεν ράσα (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 435).
- α) (Προκ. για στάση) μέσα:
- 3) (Προκ. για προέλ.) από μέσα:
- λουμπαρδιές και τουφεκιές ερίχταν απομέσα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2902).
- 4) (Mε την προσωπ. αντων. μου, κλπ.) μέσα (μου), ενδομύχως:
- Tούτά ’λεγε απομέσα τση (Eρωτόκρ. Γ´ 1301).
[<πρόθ. από + επίρρ. μέσα. H λ. (Bλάχ., από μέσα) και τ. της και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- απομέσα1 [apomésa] adv (written also από μέσα)
- ① fr (the) inside, fr within (ant απέξω 1):
- ακούγεται, βγάζει, έρχεται, περνά, πηγάζει ~ |
- παράθυρο φωτισμένο ~ |
- κλείδωσε την πόρτα ~ |
- μπορούν οι οικοδεσπότες να βλέπουν ~ ποιος περνάει στο πεζοδρόμιο (Ouranis) |
- το παιδί τής κλότσαγε την κοιλιά της ~ (Petsalis) |
- επικρίνουμε την εκκλησία ~, σαν μέλη της (Theotokas) |
- ο άνθρωπος βρίσκεται σε σύγκρουση με τον ηθικό κώδικα, είτε ~ είτε απέξω νομοθετημένο (Panagiotop)
- ⓐ fig fr the inside, closely:
- παρουσιάζει τον αγώνα αποκοντά, ~ (Dimaras) |
- εξηγούμε την επιμονή του Bιζυηνού να γνωρίσει ~ τον Σ. (Charis)
- ② (on the) inside, within (syn μέσα):
- ~ του είναι ευχαριστημένος, φοβάται |
- ~ αισθάνεται ανακούφιση |
- με τις επισκευές ο τοίχος πήρε ~ τεράστιο πάχος (Karouzos) |
- ~ με βασάνιζε βαριά συλλογή (Eftaliotis) |
- ~ τους το μόνο που έμεινε αλώβητο ήταν η περήφανη ψυχή (Papatsonis) |
- καταφέρνανε να αναδείξουν το τάλαντο που κρυβόταν ~ τους (EAlexiou)
- ⓑ to one's self, in one's mind, inwardly (syn μέσα):
- γελά, συλλογίζεται, ψιθυρίζει ~ του |
- δε γνωρίζω αν το είπα δυνατά, για να μ' ακούσει, ή ~ μου (Palam) |
- poem στις αδερφές μου τις νεράιδες | τάζω ~ μου το τάμα (Skipis)
- ③ in adj function being (on the) inside, inner, internal, inside (syn εσωτερικός L, μέσα):
- στην ~ τσέπη του αμπέχονού του είχε κάτι πράματα, που τον απασχολούσαν (Lountemis) |
- έχουν γυρίσει το ~ μέρος της εκκλησιάς προς τα έξω (Athanasiadis-N) |
- τους προσφέρουν το υλικό για να δώσουν τον ~ άνθρωπο (Charis) |
- poem στην ~ κάμαρη δεν έχει παραθύρι (Themelis)
[fr postmed, MG απομέσα, cpd w. μέσα]
- ① fr (the) inside, fr within (ant απέξω 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απομέσα2 [apomésa] ο,
- one who is found inside, insider (ant ο απέξω):
- εκείνος που δούλευε στην κλειδαριά μας δεν έπαιρνε προφυλάξεις ούτε για τους απέξω ούτε για τους ~ (Charis)
[substantiv. m of απομέσα1]
- one who is found inside, insider (ant ο απέξω):



