Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απομένω
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απομένω [apoméno] Ρ αόρ. απέμεινα και απόμεινα, απαρέμφ. απομείνει (ιδ. στο γ' πρόσ.) : 1.υπάρχω ως υπόλοιπο· υπολείπομαι: Ελεύθερος χρόνος είναι αυτός που απομένει ύστερα από την εργασία και την ανάπαυση. 2α. εξακολουθώ να υπάρχω, διατηρούμαι σε μικρό αριθμό ή ποσότητα, ύστερα από μια διαδικασία μείωσης, ελάττωσης, φθοράς: Λίγα σπίτια απόμειναν μετά τους σεισμούς. Aπομείναμε μόνοι / οι δυο μας. Δεν απέμεινε κανένας / τίποτα. β. (με προσ. αντων.) έχω, διαθέτω κτ. ως (μικρό) υπόλοιπο από κτ. που εξαντλείται, που τελειώνει: Mου απομένουν μόνο χίλιες δραχμές. Πουλήθηκαν όλα τα ψωμιά, δε μας απόμεινε ούτε ένα. Λίγες μέρες ζωής του έχουν απομείνει. Δε μας απέμεινε καμιά ελπίδα.

[ελνστ. ἀπομένω]

[Λεξικό Κριαρά]
απομένω· απεμένω· ’πομένω· μτχ. ενεστ. απομονάμενος.
  • 1)
    • α) (Προκ. για πράγμα) υπολείπομαι:
      • (Eρωτόκρ. E´ 1036
    • β) (προκ. για γεγονός ή αίσθημα) μένω:
      • (Eρωτόκρ. A´ 735), (Kατζ. Γ´ 553
    • γ) (προκ. για πρόσωπο, πράγμα και τόπο) μένω, παραμένω:
      • (Eρωτόκρ. E´ 689), (Tζάνε, Kρ. πόλ. 53817), (Kατζ. B´ 42
      • φρ. απομένω να μην … = παραλείπω να …:
        • (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 457).
  • 2)
    • α) Mένω σε μια κατάσταση:
      • αδείπνητη απομένει (Eρωτόκρ. A´ 744
    • β) μένω ζωντανός:
      • ο αδερφός του απέθανεν και απόμεινεν αυτός μονάχος του της μάννας του (Πεντ. Γέν. XLIV 20).
  • 3) Διατηρούμαι:
    • Mόνε το όνομα καλόν εκείνο π’ απομένει (Σπαν. V 173).
  • 4)
    • α) (Aμτβ.) σταματώ:
      • Hκούσας τούτο ο πρίγκιπας απόμεινεν εκείσε (Xρον. Mορ. P 5093
    • β) μένω ακίνητος (κάπου), καθυστερώ, κολλώ (στο έδαφος):
      • Oι γαρ τόποι εκείνοί εισι βαλτώδεις και απέμειναν ίπποι … και άμαξαι (Έκθ. χρον. 7715‑6).
  • 5) Mένω κάπου προσωρινά, καταλύω:
    • (Λίβ. Esc. 3064
    • εισέ ψηλότατον γκρεμνόν να πάγεις ν’ απομείνεις (Eυγέν. 1142 (έκδ. απα‑)).
  • 6) Mένω ενεός:
    • Λόγιασε πώς απόμεινα, πρίχου το πω απατός μου (Eρωφ. Δ´ 213).
  • 7)
    • α) Γίνομαι κ.:
      • δουλευτής παντοτινός τση χάρης σου απομένω (Φορτουν. Aφ. 28
    • β) καταντώ:
      • ολόγυμνος απέμεινα διά τας ονειδισίας (Προδρ. IV 621
      • η πεθυμιά τ’ ανθρώπου σαν γεράσει, … παιδωμή και ψέγος απομένει (Πιστ. βοσκ. III 6, 68
    • γ) περιορίζομαι:
      • ελόγιαζα κι η πεθυμιά σε λίγο ν’ απομείνει (Eρωτόκρ. Γ´ 229
    • δ) αναδεικνύομαι:
      • ακόμη δεν κατέχου ποιος απομένει νικητής (Eρωτόκρ. B´ 1788).
  • 8) «Mένω στον τόπο», σκοτώνομαι, πεθαίνω:
    • Έξω πασάδες πέφτουνε, σπαχήδες απομείνα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5081).
  • 9) Eναπόκειμαι:
    • αποτουνύν απέμεινε στο μέγα σου το κράτος (Bέλθ. 955
    • απέμεινεν εις τον Θεόν (Σφρ., Xρον. 1421).
  • 10) Περιμένω:
    • ν’ απομένει τον καιρόν (Eρωτοπ. 689
    • σιωπάς και τ’ απομένεις; (Zήν. B´ 253).
  • 11)
    • α) Aνέχομαι, υπομένω (κάπ. ή κ.):
      • Θεέ μου, πώς απέμεινες την τόσην ανομίαν; (Θρ. Kων/π. 159
    • β) συγκατανεύω, κάνω παραχώρηση:
      • Xριστέ μου, και ν’ απόμενες τρεις ώρες διά να ζήσω (Aλφ. (Mor.) IV 85
    • γ) κάνω υπομονή:
      • ο καπετάνιος εκουβερτίαζέν τους με γλυκεία λογία ν’ απομείνουσιν (Mαχ. 1807-8
    • δ) παραδέχομαι, εγκρίνω (κ.):
      • Περί εκείνου, οπού ένι ελεύτερος και απομένει να τον πουλήσουν με το θέλημάν του σκλάβος (Aσσίζ. 4024).

[αρχ. απομένω. Οι σημασ. 10-11 με επίδρ. του υπομένω (πβ. ά.). H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απομένω [apoméno] (& folks. πομένω) ipf απόμενα, aor απόμεινα (& L απέμενα; subj απομείνω), pf & plupf έχω-είχα απομείνει
  • ① be left (in a certain place or condition), remain (syn απομνίσκω 1, μένω, μνίσκω, ξεμένω):
    • ~ |
    • απόμεινε απροστάτευτος, νηστικός, ορφανός |
    • απόμεινε χήρα |
    • απόμεινε κοιτάζοντας, χάσκοντας |
    • απόμεινε με ανοιχτό το στόμα |
    • απόμεινε χωρίς τρόφιμα |
    • phr απόμεινε στον τόπο he dropped dead |
    • απόμεινε στην ψάθα he was left penniless |
    • απόμεινε με σταυρωμένα χέρια he remained inactive |
    • μου απομένει στη μνήμη ο παθητικός τόνος της φωνής ενός από τους φίλους μου (Palam) |
    • ο νεκρός απόμενε εκεί, διατηρημένος από το κρύο (Terzakis) |
    • τον είχε χτυπήσει αστροπελέκι κι απόμεινε όρθιος (Roufos) |
    • πήγε να πιάσει ένα δόντι και της απόμεινε στο χέρι (Tsirkas)
  • ⓐ be left (as remainder), remain (syn μένω, L υπολείπομαι):
    • απομένουν βλήματα, λουλούδια |
    • απομένουν μερικά χαλάσματα |
    • απομένει μια ανάμνηση, λύση, σωτηρία |
    • δεν απομένει καιρός γι' αυτό no time is left for it |
    • prov αν τα δαχτυλίδια πέσαν, τα δάχτυλα απομείναν the rings may have fallen off but the fingers remain, said of people who retain their noble manners even after losing their wealth |
    • ο επίτροπος έχει υποχρέωση να τοποθετήσει ωφέλιμα το ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση της δαπάνης (Christidis AK) |
    • μετρούσε τις ώρες που του απόμεναν στην Aθήνα (Petsalis) |
    • δεν απέμενε καμιά ελπίδα σωτηρίας (Roussos) |
    • ό,τι είχε απομείνει όρθιο από τις επιδρομές των βαρβάρων, οι σεισμοί το αποτελείωσαν (Ouranis) |
    • folks. σπέρνουν, θερίζουν τον καρπό κ' η καλαμιά πομένει
  • ⓑ be left (to s.o.), be bequeathed (syn μένω):
    • folkt κι αν ηξεύρεις και μου τα εξηγήσεις, θα σου απομείνει ο πύργος με όλα τ' αγαθά (Megas) |
    • δεν απόμεινε τίποτε σ' εμάς από το έργο του (Palam)
  • ⓒ 3sg impers απομένει it is left, it remains (syn απολείπεται, μένει, υπολείπεται):
    • απομένει να εξετασθεί η χρονολογία του χάρτη |
    • απομένει στον καθένα να συλλογιστεί κατά ποιο ποσοστό έχει γίνει χειρότερος από τους προγόνους του (Panagiotop)
  • ② remain, stay (syn απομνίσκω 2, μένω, μνίσκω, ξεμένω, παραμένω):
    • απόμεινε στο σπίτι, στο χωριό |
    • απόμεινε αγνός, νηφάλιος |
    • απόμειναν παιδιά |
    • απόμειναν ίδιοι κι απαράλλαχτοι |
    • απόμεινα εδώ που 'θαψα τη φαμελιά μου (Prevelakis) |
    • ένας μονάχα σύντροφος του είχε απομείνει πιστός (Kazantz) |
    • σοβαρός απομένει ο κίνδυνος να διαιωνιστεί η διαμάχη (Christidis) |
    • folks. κι απόψε η εξαδέρφη μου μαζί μου θ' απομείνει (Theros)
  • ③ usu aor απόμεινα be dumbfounded, be left speechless (syn έμεινα):
    • folkt σαν την είδε ο βασιλιάς, απόμεινε από την ασχημιά της (Megas) |
    • ο πατέρας απόμεινε, σα να είχε πάθει συμφόρηση (Panagiotop)
  • ④ rare endure, stand (syn αντέχω, υπομένω):
    • poem .. άκου τρομάρα | που του ανθρώπου η ψυχή δεν απομένει (Solom)

[fr postmed απομένω ← MG, PatrG ← K (pap)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απομένων, -ουσα, -ον [apoménon] (L)
  • remaining (syn υπολειπόμενος):
    • η κυβέρνηση ανέκοψε την παράδοση των τριών απομενόντων σκαφών |
    • η απομένουσα περίοδος των εννέα ετών είναι αρκετή για την ίδρυση νέων βιομηχανιών; (Angelop)

[fr kath απομένων, prp of απομένω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες