Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολυτότητα η [apolitótita] Ο28 : η ιδιότητα του απόλυτου3: H ~ των απόψεών του.
[λόγ. απόλυτ(ος)3 -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολυτότητα [apolitótita] η, (L)
- ① ultimate essence, the absolute (syn απόλυτο 1):
- μεταξύ των ίδιων των αξιών, στην καθαρότητα και απολυτότητά τους, αντινομίες και συγκρούσεις δεν υπάρχουν (Tsatsos) |
- η φιλοσοφία θα συλλάβει την ουσία του αφηρημένου στην απολυτότητά του (Tatakis) |
- όχι το άθροισμα των ιδιαιτέρων απόψεων, αλλ' αυτή η ύπαρξη στην απολυτότητά της, μπαίνει κάτω από το ερώτημα του αυτοκτόνου (Terzakis)
- ② absence of relations w. or dependence on other things, non-relativity, absoluteness (ant σχετικότητα):
- αν γίνεται το απόλυτο να χωράει στο νου, τότε αφήνει την απολυτότητά του και έρχεται σε σχέση με κάτι άλλο (Theodorakop) |
- είναι το θέμα της σχετικότητας και της απολυτότητας των πνευματικών αξιών (Chatzinis)
- ③ quality of being absolute, dogmatic assertiveness, absoluteness (syn απόλυτο 2, near-syn αποκλειστικότητα 1b):
- ~ χωρίς αποδείξεις |
- ο συγγραφέας μετριάζει την ~ των βασικών του προτάσεων |
- το αντιμυθιστόρημα γίνεται κάτι σαν εντελώς καινούργιο με την ~ που θέλει να πάρει (Karantonis) |
- τα πανεπιστήμια τα κατέχει κάποιος δογματισμός και ~ ιδεών (SZSideris)
[fr kath (neol) απολυτότης, der of απόλυτος]
- ① ultimate essence, the absolute (syn απόλυτο 1):



