Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολυτρωτικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απολυτρωτικά [apolitrotiká] adv (L)
  • in a manner providing relief (near-syn ανακουφιστικά):
    • η τέχνη ενεργεί ~· αλαφρώνει το βάρος, ανακουφίζει τον πόνο (Papanoutsos)

[der of απολυτρωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες