Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολυτρωτής [apolitrotís] ο, (L)
- redeemer, deliverer, liberator (syn απελευθερωτής, λυτρωτής):
- ο Aισχύλος παρουσίαζε τον ημίθεο Hρακλή στον ρόλο του φυσικού απολυτρωτή του καρφωμένου Tιτάνα (Raizis)
[fr kath (neol) απολυτρωτής, der of απολυτρώ (-όω)]
- redeemer, deliverer, liberator (syn απελευθερωτής, λυτρωτής):



