Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολυτρωμός [apolitromós] ο, (L)
- redemption, deliverance, liberation (syn απελευθέρωση 1, απολύτρωση 1, λυτρωμός, λύτρωση):
- έρχεται η δημοτική να πολεμήσει για τον απολυτρωμό της (Palam)
[der of απολυτρώνω]
- redemption, deliverance, liberation (syn απελευθέρωση 1, απολύτρωση 1, λυτρωμός, λύτρωση):



