Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολυταρχικότητα [apolitarçikótita] η, (L) polit
- state or quality of being autocratic or imperious, imperiousness (near-syn αυταρχικότητα):
- θα σκληρύνουν την ~ της δεξιάς ή της αριστεράς μέσα στο πανεπιστήμιο
[fr kath (neol) απολυταρχικότης, der of απολυταρχικός]
- state or quality of being autocratic or imperious, imperiousness (near-syn αυταρχικότητα):



