Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολυμαντικό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
απολυμαντικό [apolimandikó] το, (L)
  • substance used for disinfection, disinfectant:
    • ο ήλιος είναι το τελειότερο ~, αφού σκοτώνει τα μικρόβια (Saratsis)

[fr kath το απολυμαντικόν, substantiv. n of απολυμαντικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απολυμαντικός -ή -ό [apolimandikós] Ε1 : που χρησιμεύει για απολύμανση ή, γενικά, που έχει σχέση με αυτήν: ~ κλίβανος. Aπολυμαντικές ουσίες. || (ως ουσ.) το απολυμαντικό, ουσία ιδίως χημική, που χρησιμεύει για απολύμανση. απολυμαντικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. απολυμαν- (απολυμαίνω) -τικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απολυμαντικός, -ή, -ό [apolimandikós] (L)
  • pertaining to or used for disinfection, disinfectant:
    • ~ κλίβανος |
    • απολυμαντική συσκευή, υπηρεσία |
    • απολυμαντικό λουτρό, υγρό, φάρμακο |
    • η απολυμαντική δύναμη της στάχτης |
    • τα απολυμαντικά και προφυλακτικά μέτρα που λαμβάνονται στο σανατόριο είναι μοναδικά (Ouranis, adapted)

[fr kath (neol Koumanoudis) απολυμαντικός, der of απολυμαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες