Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολυμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απολυμένος, -η, -ο [apoliménos]
  • ① let loose, released (syn αμολημένος, αφημένος):
    • το πουλαράκι κ' η μάνα, απολυμένα στο σανό, τρώγανε ραχάτικα (TDoxas) |
    • poem .. την άγια της σιωπή, | ταράζει μια βαρκούλα απολυμένη (Myrtiotissa)
  • ② laid off, dismissed, discharged, sacked, fired (syn απολυθείς2 1, παυμένος):
    • οι απολυμένοι εργάτες διαμαρτύρονται

[fr postmed (Somavera) απολυμένος, ppp of απολύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες