Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολυθείς
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
απολυθείς1 [apoliθís] ο, (L)
  • ① laid off, dismissed or sacked person:
    • ζητούν να επαναπροσληφθούν οι απολυθέντες
  • ② person released or discharged (fr milit service etc):
    • είχαν τραυματίσει τους απολυθέντες που περνούσαν από το χωριό τους (Palaiologos)

[fr kath ο απολυθείς, substantiv. m of απολυθείς, aor pass pt of απολύω]

[Λεξικό Γεωργακά]
απολυθείς2, -είσα, -έν [apoliθís] (L)
  • ① laid off, dismissed, fired, sacked (syn απολυμένος 2, παυμένος):
    • οι απολυθέντες εργάτες της εταιρίας
  • ② released, discharged (fr milit service etc):
    • οι απολυθέντες στρατιώτες περιμένουν το λεωφορείο

[fr kath απολυθείς, or pass pt of απολύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες