Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απολούσιμον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
απολούσιμον το.
  • Ξέπλυμα·
    • (μεταφ.) καθαρμός:
      • το άγιον Πνεύμα κράζει το βάπτισμα … απολούσιμον των αμαρτιών (Xριστ. διδασκ. 260).

[<αόρ. του απολούζω + κατάλ. ιμον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go