Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολογούμενος1 [apoloγúmenos] ο, (L)
- person answering accusations, defendant (near-syn κατηγορούμενος):
- έπαιρνε τη στάση ενός απολογούμενου που δοκιμάζει να γίνει κατήγορος (Terzakis)
[fr kath ο απολογούμενος ← postmed (Somavera) ← AG, substantiv. m of AG (+) ἀπολογούμενος]
- person answering accusations, defendant (near-syn κατηγορούμενος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολογούμενος2, -η, -ο [apoloγúmenos] (L)
- answering accusations, defending o.s.:
- ο πρώην υπουργός ~ αποκάλυψε ότι δεν ήταν αυτός που χρηματοδοτούσε την εφημερίδα (Athanasiadis-N)
[fr kath απολογούμενος ← AG (+) ἀπολογούμενος, prp of ἀπολογοῦμαι]
- answering accusations, defending o.s.:



