Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολογητικά [apoloyitikós] adv (L)
- in an apologetic manner, apologetically, defensively:
- απάντησε, μίλησε ~
[der of απολογητικός]
- in an apologetic manner, apologetically, defensively:



