Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολογητής ο [apolojitís] Ο7 θηλ. απολογήτρια [apolojítria] Ο27 : 1.αυτός που προφορικά ή γραπτά υποστηρίζει κτ. ή κπ., ιδίως όταν βρίσκεται υπό κατηγορία· (πρβ. συνήγορος): ~ του φασισμού / της δικτατορίας. 2. (ιστ.) συγγραφέας απολογητικού έργου.
[λόγ. απολογη- (απολογούμαι) -τής μτφρδ. γαλλ. apologiste < apologie < αρχ. ἀπολογία· λόγ. απολογη(τής) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολογητής [apoloyitís] ο, (L)
- apologist, defender, advocate (near-syn υπερασπιστής):
- ~ του ιμπεριαλισμού, του καθεστώτος, των πολέμων, του χιτλερισμού |
- ~ των αδικημάτων, των καθιερωμένων, της εθνικιστικής παράταξης |
- ~ της θρησκείας, της νέας ποίησης |
- θεωρητικός, πειστικός ~ |
- οι απολογητές της μηχανής |
- ο υπουργός εμφανίζεται σαν ~ της αθωότητας των βασανιστών |
- ο Ξενόπουλος ήταν θερμός ~ του ερωτικού ενστίκτου (Chatzinis, adapted) |
- συνεχίζεται ο μονόλογος των δημοσιογραφικών απολογητών της 21ης Aπριλίου (Peponis)
- ⓐ Christ rel, theol one who argues in defense of Christianity, apologist:
- οι απολογητές μιλούν με ένα εκπληκτικό θάρρος προς τους πανίσχυρους αυτοκράτορες (Stasinop)
[fr kath (neol) απολογητής, der of απολογούμαι]
- apologist, defender, advocate (near-syn υπερασπιστής):



