Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολιχνίδι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απολιχνίδι [apolixní∂i] το, region.
  • husk remaining after winnowing, chaff:
    • poem είναι ο στερνός ανθός της γης, το στέρφο ~(Kazantz Od 20.526)

[der of απολιχνίζω w. suff -ίδι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες