Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολείτουργο [apolíturγo] το, in adv function
- at the time after the liturgy:
- την Kυριακή στ' ~, έκαμε την προξενιά σε μια γωνιά του καφενείου (Valmas)
[cpd w. λειτουργία]
- at the time after the liturgy:



