Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολείτουργα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απολείτουργα [apolíturγa] επίρρ. : (λογοτ., λαϊκότρ.) μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας.

[μσν. απολείτουργα < επίθ. *απολείτουργ(ος) επίρρ. < απο- λειτουργ(ία) -ος (διαφ. το ελνστ. ἀπολειτουργῶ `συμπληρώνω υπηρεσία΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
απολείτουργα, επίρρ.
  • Mετά τη λειτουργία:
    • (Gesprächb. 3123).

[<πρόθ. από + ουσ. λειτουργία. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απολείτουργα1 [apolíturγa] adv, eccl
  • after the liturgy:
    • ήταν ~, κοντολογούσε μεσημέρι, σαν πήγανε στο χτήμα (Myriv) |
    • Kυριακή ~ το ανάγγειλε ο παπάς από το Άγιο Bήμα (Nikolaidis) |
    • άντρες, γυναίκες και παιδιά .. είχανε ~ ξεχυθεί στ' ακροθαλάσσι (Vlami) |
    • folks. την Kυριακή, ~, να φάμε και να πιούμε (Theros) |
    • poem .. του άι-Γεωργιού |..| γλεντάει ~ ο λαός (Gryparis)

[fr postmed (Somavera), cpd w. λειτουργία]

[Λεξικό Γεωργακά]
απολείτουργα2 [apolíturγa] τα,
  • ① portions of communion bread remaining after removal of the part bearing the seal impression
  • ② portions of communion bread which have not been consecrated

[pl of απολείτουργο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες