Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολίπανση η [apolípansi] Ο33 : 1.αφαίρεση του λίπους από το μαλλί ή από τα δέρματα των ζώων κατά την κατεργασία τους. 2. (τεχνολ.) αφαίρεση ελαίων ή λιπαρών ουσιών από την επιφάνεια των μετάλλων.
[λόγ. απο- λίπαν(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. dégraissage]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολίπανση [apolípansi] η, (L)
- removal of the fat or oiliness of (ant λίπανση):
- ~ δέρματος, μετάλλων |
- ~ με εκχυλιστικά μέσα
[fr kath (neol) απολίπανσις, der of απολιπαίνω]
- removal of the fat or oiliness of (ant λίπανση):



