Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολίθωση η [apolíθosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απολιθώνω.
[λόγ. < αρχ. ἀπολίθω(σις) `μετατροπή σε πέτρα΄ -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολίθωση [apolíθosi] η, (L)
- ① conversion into stone, petrifaction:
- η Pοδόπη πραγματοποιεί την τραγωδία της απολίθωσης, ανάλογη με την ~ της Nιόβης (Panagiotop)
- ② fig act of fixing or setting, fixation (near-syn αποκρυστάλλωση):
- στιγμές που μας παρέχουν ευχάριστες εντυπώσεις, αποζητούμε την απολίθωσή τους (Georgoulis)
- ⓐ fossilization, ossification, unchangeability:
- δογματική ~ |
- ~ του πολιτισμού |
- η ~ της τέχνης θα οδηγούσε στο μαρασμό και τον αφανισμό της (Andronikos) |
- θέλησε να προχωρήσει σε μια λογοτεχνική δημιουργία, ελευθερωμένη από τις συμβάσεις και τις απολιθώσεις (Spandonidis)
[fr kath απολίθωσις, ← K, AG]
- ① conversion into stone, petrifaction:



