Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολίθωμα το [apolíθoma] Ο49 : 1.υπόλειμμα οργανικού σώματος, που διατηρήθηκε ανάμεσα σε πετρώματα παλαιότερων γεωλογικών περιόδων και μετατράπηκε σε ανόργανη ουσία: ~ φυτού / ζώου. Aπολιθώματα θαλάσσιων οργανισμών. H μελέτη των απολιθωμάτων ανήκει στην παλαιοντολογία. 2. (μτφ.) για κτ. που διατηρείται από το παρελθόν αμετάβλητο, χωρίς να εξελίσσεται: Οι ιδέες του είναι απολιθώματα περασμένων εποχών. Aπολιθώματα αρχαίων λέξεων ή εκφράσεων, που διατηρήθηκαν στη σημερινή γλώσσα.
[λόγ. απολιθω- (δες απολιθώνω) -μα, μτφρδ.: 1: γαλλ. pétrification (δες στο απολιθώνω)· 2: γαλλ. fossile]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολίθωμα [apolíθoma] το, (L)
- ① sci t. petrified remains of plant or animal, fossil:
- ~ ανθρώπινου σκελετού |
- στις κορυφές των βουνών στα νησιά βρίσκονται απολιθώματα ψαριών και οστράκων (Varelas)
- ② fig ossified or fixed remnant, fossil:
- απόμεινε σε στάση προσοχής, σαν ~ περασμένης δόξας (TAthanasiadis) |
- οι λέξεις αυτές πρέπει ν' αποτελέσουν απολιθώματα μέσα στη ζωντανή γλώσσα μας (Christidis AK) |
- ίσως χωρίς τους Aλεξανδρινούς, τα κατάλοιπα της κλασικής Eλλάδας θα θεωρούνταν σήμερα σαν ανώφελα απολιθώματα (Evelpidis)
[fr kath (neol Koumanoudis) απολίθωμα, der of απολιθώ (-όω)]
- ① sci t. petrified remains of plant or animal, fossil:



