Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολέπισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απολέπισμα [apolépizma] το, (L)
  • ① flaking, peeling, scaling (syn απολέπιση 2):
    • το ~ της επιδερμίδας του αμφορέα οφείλεται σε μεγαλύτερη κάκωση (Bakalakis) |
    • παρά το ~ της επιφάνειας της μύτης αφήνει να αναγνωριστεί με σαφήνεια η μορφή της (Pantermalis) |
    • η επεξεργασία γίνεται με κατάλληλη δυνατή πίεση που προκαλεί μικρά απολεπίσματα σ' ολόκληρη την επιφάνεια του εργαλείου (NPlaton) |
    • η επιφάνεια του μαρμάρου υπέφερε από ~ (DLazaridis)
  • ② peel, flake, chip, scale, piece:
    • μέσα στη λάβα βρέθηκαν σφυριά, μαχαίρια, απολεπίσματα οψιανής πέτρας (ChZalokostas) |
    • υπάρχουν και εργαλεία που βγήκαν συμπτωματικά από τα απολεπίσματα των σπασιμάτων (NPlaton) |
    • η φωτογραφία δείχνει την πλάκα έξω από το μουσείο χωρίς το χέρι της Aφροδίτης, αλλά με όλα ακόμα τα μικρά απολεπίσματα από το δεξιό βραχίονα της Άρτεμης (Despinis)

[fr kath απολέπισμα ← MG (schol.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες