Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολέπιση η [apolépisi] Ο33 : 1.(λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απολεπίζω1. 2. (ιατρ.) το ξεφλούδισμα και η πτώση του δέρματος σε διάφορες δερματικές ασθένειες. || Προϊόντα για ~ του σώματος.
[λόγ. απολεπι- (απολεπίζω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολέπιση [apolépisi] η, (L)
- ① removal of scales, scaling:
- ~ ψαριού
- ② exfoliation, peeling, flaking, scaling (syn αποφολίδωση):
- med~ της επιδερμίδας desquamation (syn αποφολίδωση) |
- ~ φιδιού shedding
- ③ geol foliation:
- ~ βράχου
- ⓐ chipping, flaking:
- ο Aτέριος ξεχωρίζει από τα χαρακτηριστικά εργαλεία του από πυριτόλιθο, επεξεργασμένα με την τεχνική της απολέπισης με πίεση (NPlaton) |
- στις εστίες βρίσκουμε .. εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν για την επεξεργασία της πέτρας, κοπίδια, όλα αυτά όχι ακόμα επεξεργασμένα με λείανση ή λεπτή ~ (id.)
[fr kath (neol Koumanoudis) απολέπισις, der of απολεπίζω]
- ① removal of scales, scaling:



