Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκόμιση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκόμιση η [apokómisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκομίζω.

[λόγ. αποκομι- (αποκομίζω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες