Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκτημένο [apoktiméno] το, (L)
- that which has been acquired or gained (syn κεκτημένο):
- πολλοί δεν ικανοποιούνται ποτέ με τα αποκτημένα |
- αφήστε την ατομική πρωτοβουλία ελεύθερη να εκμεταλλεύεται τα αποκτημένα (Tsatsos) |
- η συντήρηση των αποκτημένων είναι χρήσιμη για την ανανέωση των κεφαλαίων του πολιτισμού (Papanoutsos) |
- συναίσθηση δυνάμεως, προσήλωση στο ~, χαλάρωση ζήλου .. εδημιούργησε τα ελαττώματα της γραφειοκρατίας (Stasinop, adapted)
[subsantiv. n of αποκτημένος]
- that which has been acquired or gained (syn κεκτημένο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκτημένος, -η, -ο [apoktiménos] (& D αποχτημένος) (L)
- acquired, obtained, attained (syn αποκτηθείς, κεκτημένος):
- αποκτημένη αλήθεια, γνώση, κίνηση, πείρα, προπαιδεία, συνήθεια |
- αποχτημένη εύνοια |
- μετάδοση των αποκτημένων δόσεων |
- αποκτημένα κέρδη, συμφέροντα |
- είναι αυστηρός στις βασικές ηθικές γραμμές, που τις θεωρεί ως αποκτημένες πια και αναμφισβήτητες (Stasinop) |
- σέβεται, φαινομενικά τουλάχιστο, τα αποκτημένα δικαιώματα των ανθρώπων (Theotokas) |
- να ωφεληθούν .. από την αποχτημένη εκεί πείρα (Kriaras) |
- από αποκτημένη ταχύτητα μονάχα έκανε αυτή την ενέργεια (Melas) |
- poem τόσο εύκολα εγκαταλείπουν | κάθε συνήθεια αποκτημένη (Melissanthi)
[ppp of αποκτώ]
- acquired, obtained, attained (syn αποκτηθείς, κεκτημένος):



