Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκρυφισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκρυφισμός ο [apokrifizmós] Ο17 : σύνολο θεωριών, πρακτικών ή τελετουργιών που βασίζονται στην ύπαρξη και στην υποτιθέμενη γνώση του κόσμου των πνευμάτων και των άγνωστων και υπεραισθητών δυνάμεων του σύμπαντος: Aσχολείται με τον αποκρυφισμό. Επιστήμη και ~ δε συμβιβάζονται. Οπαδός του αποκρυφισμού.

[λόγ. απόκρυφ(ος) -ισμός μτφρδ. γαλλ. occultisme (-isme = -ισμός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκρυφισμός [apokrifizmós] ο, (L)
  • study of, or preoccupation w., the occult, occultism:
    • ο ~ ήταν εχθρός της υγείας του νου (Tatakis) |
    • δυο Πατριάρχες Kωνσταντινουπόλεως μας δείχνουν πόση αναγνώριση είχε εκείνη την εποχή ο ~ (id.) |
    • ο μυστικισμός δεν έχει καμιά σχέση με αποκρυφισμούς (Kanellop) |
    • στην αγωνία της απάνω, πελάγωσε σε θεοσοφίες, αποκρυφισμούς, μεταφυσικές αλλόκοτες (Terzakis)

[fr kath (neol) αποκρυφισμός, der of απόκρυφος, w. suff -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες