Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκρυσταλλοποίηση [apokristalopíisi] η, gen αποκρυσταλλοποιήσεως, (L)
- ① formation of crystals, act or result of crystallizing, crystallization (syn αποκρυστάλλωμα 1, αποκρυστάλλωση 1):
- ~ της ζάχαρης
- ② fig reaching of a clear and definite form, crystallization (syn αποκρυστάλλωμα 2, αποκρυστάλλωση 2):
- το νέο στοιχείο προσφέρει στον όρο "ευρωπαϊκή ομοιογένεια" το σημείο της αποκρυσταλλοποιήσεως
[fr kath (neol Koumanoudis) αποκρυσταλλοποίησις, der of αποκρυσταλλοποιώ]
- ① formation of crystals, act or result of crystallizing, crystallization (syn αποκρυστάλλωμα 1, αποκρυστάλλωση 1):



