Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκρουστικότητα [apokrustikótita] η, (L)
- repulsiveness, objectionableness (ant ελκυστικότητα):
- ποιος θα υπερνικήσει την ~ του όλου οικοδομήματος για να γυρέψει να ανακαλύψει μια αξιοπρόσεχτη λεπτομέρεια; (Thrylos)
[fr kath (neol) αποκρουστικότης, der of αποκρουστικός]
- repulsiveness, objectionableness (ant ελκυστικότητα):



