Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκρουστικά [apokrustiká] adv (L)
- repulsively, repellingly:
- η λέξη να χαϊδεύει μελωδικά ή να δέρνει ~ τα μάτια και τ' αφτιά μας (Palam, adapted) |
- το στόμα του στράβωσε και το πρόσωπό του ήταν ~ παραμορφωμένο (Pieridis) |
- τέτοιες εκφράσεις βαλμένες στο στόμα του Xριστού είναι ~ παιδαριώδεις (Athanasiadis-N)
[der of αποκρουστικός]
- repulsively, repellingly:



