Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκριάτικα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποκριάτικα [apokriátika] adv
  • ① during the carnival period:
    • έφυγε ~
  • ② in a carnivalesque way:
    • κοίταζα τις προάλλες μια βιτρίνα ~ στολισμένη (Thrylos) |
    • κάνεις την εντύπωση πως είσαι ντυμένος ~ (Myriv)

[der of αποκριάτικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες