Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκούμπι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκούμπι το [apokúmbi] Ο44α : (για πρόσ.) βοήθεια, προστασία, στήριγμα, εξασφάλιση για κπ. που έχει ανάγκη: Γυρεύω / βρίσκω / έχω ~. Έμεινε στα γεράματα δίχως ~.

[μσν. αποκουμπ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ.) < απακουμπώ < απ(ο)- ακουμπώ με επανεισαγωγή ολόκληρου του προθήματος απο-]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκούμπι [apokúmbi] το, (& απακούμπι)
  • ① sth to lean on for rest or support, prop (syn αντιστύλι 2, στήριγμα):
    • για να το κατορθώσει μεταχειρίστηκε για ~ τον κορμό της κορομηλιάς (Myriv) |
    • τότε ο ένας γίνεται ~ μαζί και φόρτωμα τ' αλλουνού (id.)
  • ② fig place, person or thing that serves as a source of aid or refuge, shelter, support, resort, haven, refuge (syn καταφύγιο, προστασία):
    • ευτυχώς που είχε τη γριά του ~ αγάπης και στοργής (AAGeorgiadis-K) |
    • μια οργάνωση για την επικράτηση της δημοτικής, θα μπορούσε να γίνει κι ~ για τους δασκάλους (Christidis) |
    • η εφημερίδα, ήτανε το μοναδικό, μα φοβερό ~ της αφάνταστης μποεμίας των λογίων (Melas) |
    • η πολιτεία της Aλεξάντρειας η μεγάλη, έν' ~ για τους αποδήμους (Panagiotop) |
    • τράβηξε γραμμή στης μανούλας του, καταφύγι του κι απακούμπι (Psichari)
  • ⓐ property or savings (for old age or emergency), resort, resource:
    • να τους αρπάξει για ένα κομμάτι ψωμί, και το στερνό ~ πέντε ρίζες ελιές, ένα στρέμμα αμπέλι (Panagiotop) |
    • θα πουλούσε και τα κτήματα, να μην του λείπεται το ~ στην ώρα της πικρής ανάγκης (id.) |
    • το βιος του ~ μοναδικό στη μαύρη εποχή που αρχίζει (Terzakis)

[fr postmed, MG αποκούμπι, der of αποκουμπώ]

[Λεξικό Κριαρά]
αποκουμπίζω,
βλ. επακουμβίζω.
[Λεξικό Κριαρά]
αποκούμπισμα το,
βλ. απακούμπισμα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες