Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκορύφωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκορύφωση η [apokorífosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκορυφώνω: H ~ της έντασης / της αγωνίας / της οργής / της αγανάκτησης.

[λόγ. < μσν. αποκορύφωσις < αποκορυφω- (δες αποκορυφώνω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκορύφωση [apokorífosi] η, (L)
  • ① high point, acme, peak, climax (syn αποκορύφωμα):
    • θεαματική, πολιτιστική, φαντασμαγορική ~ |
    • ~ του απελπισμού, του δράματος, του πόνου, της προσπάθειας, του πυρετού |
    • ~ της αλήθειας, της επιστήμης, του πνεύματος |
    • ο ηθικός ορθολογισμός έφτασε με τον Kαντ στην απαρτίωση και στην αποκορύφωσή του (Papanoutsos) |
    • ο δέκατος ένατος αιώνας είδε την ~ της αγγλικής αποικιακής πολιτικής (Panagiotop) |
    • κάποτε φτάνει σε κάποιες αποκορυφώσεις, άλλοτε πάλι πισωδρομεί (id.) |
    • η κατάβαση στον Άδη, ως ~ μιας σειράς μεγάλων κατορθωμάτων, είναι θέμα μεταφερμένο από την παλαιότερη ανατολίτικη ποίηση (Kakridis)
  • ② skimming (syn αποβουτύρωση):
    • ~ γάλατος skimming of milk, separation of cream

[fr kath αποκορύφωσις ← MG (6th c.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες