Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκοπής
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποκοπής [apokopís] adv
  • in or by a lump sum (syn L κατ' αποκοπήν):
    • από την αρχή του χρόνου ορίζονται ~ τα έξοδα κάθε υπουργείου (Evelpidis)

[der of αποκοπής; cf απαρχής, μισοτιμής etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες