Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκοίμισμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκοίμισμα το [apokímizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκοιμίζω.

[αποκοιμισ- (αποκοιμίζω) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκοίμισμα [apocímizma] το,
  • ① act of falling asleep:
    • το αγγελικό αυτό ~ ήταν εντελώς φανταστικό (Athanasiadis-N)
  • ② fig process of quieting down or of becoming inactive:
    • ο Iσπανός έχει όλη τη συνείδηση των αραβισμών του - θυμοί, αιφνίδιες ορμές, αποκοιμίσματα, πάθη κλ (Papantoniou)

[fr postmed (Somavera) αποκοίμισμα, der of αποκοιμάμαι or αποκοιμίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες