Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκλειστικώς [apoklistikós] adv (L)
- exclusively, solely, strictly (syn αποκλειστικά):
- θα τον συμβούλευα να δοκιμάσει την πένα του σε θέματα ~ αισθηματικά (Athanasiadis-N) |
- για τα αιματηρά επεισόδια ευθύνονται ~ και μόνο τα αναρχικά στοιχεία (Psathas) |
- υπάρχουν πολλά ρεμπέτικα καμωμένα ~ για το χασίσι (IPetrop)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποκλειστικώς, der of αποκλειστικός]
- exclusively, solely, strictly (syn αποκλειστικά):



