Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκλειστικώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποκλειστικώς [apoklistikós] adv (L)
  • exclusively, solely, strictly (syn αποκλειστικά):
    • θα τον συμβούλευα να δοκιμάσει την πένα του σε θέματα ~ αισθηματικά (Athanasiadis-N) |
    • για τα αιματηρά επεισόδια ευθύνονται ~ και μόνο τα αναρχικά στοιχεία (Psathas) |
    • υπάρχουν πολλά ρεμπέτικα καμωμένα ~ για το χασίσι (IPetrop)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποκλειστικώς, der of αποκλειστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες