Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκλήρωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκλήρωση η [apoklírosi] Ο33 : αποκλεισμός από το δικαίωμα της κληρονομιάς.

[λόγ. < ελνστ. ἀποκλήρω(σις) `επιλογή με κλήρωση΄ -ση κατά τη σημ. της λ. αποκληρώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκλήρωση [apoklírosi] η, (L)
  • act of disinheriting, disinheritance:
    • ο πατέρας κ' η μητέρα έχουν δικαίωμα ν' αρνηθούν να συστήσουν προίκα, αν η θυγατέρα έκανε παράπτωμα που δικαιολογεί την ~ (Christidis AK)

[fr kath αποκλήρωσις ← PatrG, K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες