Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκλάδι [apoklá∂i] το, region. (Pelop,
- Thr etc) cut-off shoot or branch, esp of the vine:
- πάρε τ' αποκλάδια για προσάναμμα
[cpd w. κλαδί]
- Thr etc) cut-off shoot or branch, esp of the vine:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκλαδιζόμενος, -η, -ο [apokla∂izómenos] (L)
- branching out, sprouting:
- το κόσμημα αποτελείται από δυο λύρες με τις αποκλαδιζόμενες κορυφαίες έλικες κλ (Bakalakis)
[prpmi of αποκλαδίζω]
- branching out, sprouting:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκλαδίζω [apokla∂ízo] mediop αποκλαδίζομαι
- ① prune or lop plants (syn κλαδεύω)
- ② mi αποκλαδίζομαι (L) branch out, sprout:
- οι κορυφαίες έλικες της λύρας αποκλαδίζονται σε άλλες μικρότερες (Bakalakis)
[der of αποκλάδι or απόκλαδο w. suff -ίζω]



