Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκαρτέρηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποκαρτέρηση [apokartérisi] η, (L)
  • loss of endurance or perseverance, dispiritedness (near-syn αποθάρρυνση 1, ant εγκαρτέρηση, καρτερία):
    • τα ποιήματα δίνουν στη συλλογή έναν τόνο εσωτερικού σπαραγμού, οργής συνάμα κι αποκαρτέρησης (Chourmouzios) |
    • ο αναχωρητισμός, όταν δεν είναι απλή μετατόπιση, γίνεται αυτεγκατάλειψη και ~ (Panagiotop)

[fr kath αποκαρτέρησις ← LK (Quintilianus), PatrG (Tertullianus)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες