Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκαρδιωμός [apokar∂jomós] ο, (L)
- discouragement, dispiritedness, despondency (syn αποκαρδισμός):
- το ξαναγέννημα της απαισιοδοξίας μου έχει όλα τα στοιχεία του αποκαρδιωμού (Karagatsis)
[der of αποκαρδιώνω]
- discouragement, dispiritedness, despondency (syn αποκαρδισμός):



