Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκαλόγερος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποκαλόγερος [apokalóyeros] ο, rare
  • ex-monk

[cpd w. καλόγερος; cf απόδιακος, απόπαπας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες