Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκαλυπτικότητα [apokaliptikótita] η, (L)
- quality of being clear or revealing, revealingness:
- η γλώσσα του από την άποψη της αποκαλυπτικότητας μπορεί να θεωρηθεί συνθηματική (Chatzinis) |
- στη δουλειά της αξιοποιεί την αμεσότητα και την ~ του ενσταντανέ (Vakalo) |
- το είναι νοείται στην αποκαλυπτικότητά του, στην μη κρυφιότητά του (Malevitsis)
[fr kath αποκαλυπτικότης, der of αποκαλυπτικός]
- quality of being clear or revealing, revealingness:



