Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκαλυπτικότητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποκαλυπτικότητα [apokaliptikótita] η, (L)
  • quality of being clear or revealing, revealingness:
    • η γλώσσα του από την άποψη της αποκαλυπτικότητας μπορεί να θεωρηθεί συνθηματική (Chatzinis) |
    • στη δουλειά της αξιοποιεί την αμεσότητα και την ~ του ενσταντανέ (Vakalo) |
    • το είναι νοείται στην αποκαλυπτικότητά του, στην μη κρυφιότητά του (Malevitsis)

[fr kath αποκαλυπτικότης, der of αποκαλυπτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες