Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποκαλυπτικά
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αποκαλυπτικά [apokaliptiká] adv (L)
  • ① in a revealing manner, revealingly:
    • το πρόβλημα προσφέρεται ~ για να ερευνηθεί σε πολλαπλές κλίμακες (Chatzinis)
  • ② by or through (divine) revelation:
    • ~ προφητικός ρομαντισμός |
    • η θέαση της ιδέας της ομορφιάς θα πραγματοποιηθεί αιφνίδια, ~ (Andronikos) |
    • έτσι, ~, δε γεννήθηκαν όλες οι μεγάλες ιδέες; (Theotokas) |
    • η δράση συμβαίνει μέσα σε χώρο ~ ιερό (Malevitsis) |
    • ο άγιος γνωρίζει ~ την απόλυτη αλήθεια (Theodorakop, adapted)

[der of αποκαλυπτικος; cf kath αποκαλυπτικώς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go